ἐντήκουσα

ἐντήκουσα
ἐντήκω
pour in while molten
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντήκω — ἐντήκω (Α) 1. λειώνω, διαλύω 2. χύνω υλικό λειωμένο μέσα σε κάτι («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», Διόδ.) 2. διδάσκω 3. (για συναισθήματα) εισδύω βαθιά στην ψυχή 4. (για πρόσ.) λειώνω από έρωτα 5. εξαντλούμαι από το κλάμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”